- σολίστας
- soliste
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
μονωδός — ό (ΑΜ μονῳδός, όν) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μονωδός αυτός που άδει μονωδία, που τραγουδάει μόνος, όχι «εν χορώ», χωρίς να συνοδεύεται από κανέναν, ο σολίστας μσν. το αρσ. ως ουσ. ποιητής δράματος στο οποίο ομιλεί ένα μόνο πρόσωπο. επίρρ … Dictionary of Greek
σολίστ — ο, η, αρσ. και σολίστας, Ν 1. μουσικός που εκτελεί ή ερμηνεύει ένα σύνολο ή μέρος έργου που προορίζεται για έναν μόνο εκτελεστή ή ερμηνευτή 2. τιμητικός χαρακτηρισμός μουσικού που έχει διακριθεί στη σταδιοδρομία του ως τέτοιος εκτελεστής ή… … Dictionary of Greek
Κόγκαν, Λεονίντ Μπορίσοβιτς — (Leonid Borisovitch Kogan,1924 – 1982). Ρώσος βιολιστής και καθηγητής μουσικής. Σπούδασε στο Ωδείο της Μόσχας κοντά στον Γιαμπόλσκι και, από το 1944, ήταν σολίστας της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Μόσχας. Διέθετε μεγάλο ρεπερτόριο, το οποίο… … Dictionary of Greek
Φαραντάτος, Σπύρος — (Αθήνα 1895 – 1962). Έλληνας πιανίστας και μουσικοπαιδαγωγός. Η πρώιμη κλίση του στη μουσική τον οδήγησε, παιδί ακόμα, στο Ωδείο Αθηνών, απ’ όπου το 1914 πήρε το δίπλωμα πιάνου με το χρυσό μετάλλιο. Το 1919 διορίζεται καθηγητής πιάνου στο ίδιο… … Dictionary of Greek
μονωδός — ο ο σολίστας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σολίστ — σολίστ, ο και σολίστας, ο (λ. ιταλ.) 1. αυτός που εκτελεί μόνος του ένα μουσικό κομμάτι. 2. αυτός που τραγουδάει μόνος, μονωδός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)